πτερόπους

πτερόπους
-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που έχει φτερά στα πόδια, φτεροπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πτερόπους
ζωολ. γένος μεγαλόσωμων νυχτερίδων τών τροπικών περιοχών τού Παλαιού Κόσμου, τυπικών αντιπροσώπων τής οικογένειας pteropodidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + πούς. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pteropous].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτερόπους — wingfooted masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερόπουν — πτερόπους wingfooted masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγόπους — ουν, Α ο πτερόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πτερό πους] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”